δεῖος

δεῖος
δέος
fear
neut nom/voc/acc sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δείος — δεῑος, το (Α) το δέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFέ εος, επικός τ. τού δέος*] …   Dictionary of Greek

  • δέιος — δέος fear neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • ԼԵՐԿ — (ի, ից.) NBH 1 0884 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c ա. δεῖος levis, planus. որ եւ ԼԵՇԿ. Անմազ. մերկ. հարթ. ... *Եսաւ այր թաւ է, եւ ես լերկ. Ծն. ՟Ի՟Է. 11: *Որ լերկ են ըստ օրինացն, եւ անպատարագել իբրու զէշ. Սարգ. յկ. ՟Գ: *Ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”